Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Η ΕΥΕΛΙΞΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ «ΘΑΥΜΑΣΤΑ» Της ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ.Του συντ. καθηγητή Γεωργίου Χατζηκωνσταντίνου

 

Προηγήθηκε η οργισμένη συζήτηση και οι αντιπαραθέσεις για τη γενιά των 750 ευρώ. Σημαδεύτηκε με το κίνημα των ανώνυμων και των αγανακτισμένων. Σταδιακά, μέσα από επικοινωνιακές πολιτικές συγκρούσεις στην τηλεόραση και στις εφημερίδες, το μέτωπο της αντίστασης της γενιάς των 750 ευρώ υποχώρησε, σχετικά ανώδυνα, στη νέα αμυντική γραμμή των 580 ευρώ. Η γενιά των 580 ευρώ ήταν δυστυχώς γεγονός, δίχως ουσιαστικές αντιστάσεις. Εν μέσω διλημμάτων, εκφοβισμών, συμβολικών μορφών βίας, αδιεξόδων, μονοδρομικών επιχειρημάτων και εκκλήσεων για το σεβασμό των δανειακών υποχρεώσεων της καταρρέουσας χώρας, η εσωτερική υποτίμηση επικράτησε και ο λαός εκθειάστηκε υποκριτικά για την ατέλειωτη υπομονή και την αξιοθαύμαστη ωριμότητά του. Οι πιέσεις μιας ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής κυριάρχησαν, καθώς ο φόβος για το χειρότερο καλλιεργούνταν συστηματικά.

Κι αν η ντροπιαστική αυτή αμοιβή των 580 ευρώ μηνιαίως εξακολουθεί να ισχύει σήμερα σε αρκετούς χώρους οικονομικής δραστηριότητας, σε άλλους τα πράγματα, κατά τρόπο απαράδεκτο και βέβαια σιωπηλό, δίχως νομιμοποίηση και κρατική προστασία, έχουν τραγικά χειροτερεύσει. Κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και σε ποικίλα προγράμματα του Δημοσίου τομέα, πεντάμηνης ή εξάμηνης διάρκειας, γίνεται πλέον τώρα κανόνας η γενιά των 250 ή 300 ευρώ. Τούτο προς δόξα της νεοφιλελεύθερης συνταγής της ευελιξίας, που κατά τρόπο φανατικό και απόλυτη πίστη στην ορθότητα της λογικής της θυσιάζει την κοινωνική συνοχή στο βωμό της απέλπιδας προσπάθειας αποφυγής της οποιασδήποτε καταστροφής κεφαλαίου και βέβαια της ως μοναδικής προβαλλόμενης σανίδας σωτηρίας, της λατρεμένης επιχειρηματικότητας.

Παρά το γεγονός ότι στην «Ελεύθερη Ανταγωνιστική Αγορά», της οποίας το περιεχόμενο αποδίδεται κατά το δοκούν από τους ευαγγελιστές της, οι επιχειρήσεις που δεν πηγαίνουν καλά απλούστατα κλείνουν, ανοίγοντας το δρόμο σε νέες υγιέστερες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, η πραγματικότητα εμφανίζεται συνήθως πανούργα μασκαρεμένη. Με αναφορά στο επιχείρημα ότι το κλείσιμο της επιχείρησης θα δημιουργήσει ανέργους, οι εργοδότες ρέπουν στην εύκολη και πλημμελώς ελεγχόμενη λύση της μισθολογικής και ασφαλιστικής συρρίκνωσης των εργαζομένων, ενισχύοντας έτσι συστηματικά την ανόητη πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που τελικά αποδεικνύεται αδιέξοδη και κοινωνικά επικίνδυνη. Από την πολιτική αυτή βέβαια, και οι ίδιοι οι εργοδότες ουσιαστικά πλήττονται, καθώς η ήδη μειωμένη ζήτηση των προϊόντων τους μεγαλώνει και η φορολόγησή τους εξακολουθεί να εμφανίζεται ανελαστική στο βωμό μιας δημοσιονομικής προσαρμογής άγνωστης αποτελεσματικότητας απέναντι στην ύφεση και ενός πρωτογενούς πλεονάσματος αμφισβητούμενου μεγέθους και αμφίβολης προέλευσης.

Υπό το φόβο της ανεργίας, οι άνθρωποι δέχονται υπομονετικά, υποτακτικά και ραγιάδικα, την οποιαδήποτε μισθολογική συρρίκνωση και ασφαλιστική ανομία, προκειμένου εργαζόμενοι ακόμα και 12 ή 13 ή και 14 ώρες την ημέρα και κατά τη βούληση του εργοδότη, να γεύονται έστω και αυτό το «μπαξίσι» των 300 ευρώ του νέου μεσαίωνα. Ο εργοδότης βέβαια εκμεταλλεύεται δεόντως το «θείο δώρο» της νεοφιλελεύθερης ευελιξίας το οποίο επέβαλε δίχως ντροπή ο νεοσυντηρητισμός με τον αναχρονιστικό εκσυγχρονισμό του.

Ανήμποροι μπροστά στη «στρατιά των ανέργων», με την ανεργία επίσημα στο 28% και ανεπίσημα στο 34%, με τους άνεργους νέους να αγγίζουν επίσημα το ποσοστό του 61%, οι άνθρωποι υποτάσσονται στις συνθήκες της νεοφιλελεύθερης υποκρισίας,  δεχόμενοι ταυτόχρονα τις επιθέσεις της πλέον αποτελεσματικής συμβολικής βίας ενός παραλλαγμένου υβριδικού οικονομικού συστήματος που έχει τη δυνατότητα να ενσωματώνει τις συνειδήσεις των ανθρώπων στην κάθε μορφής ιδιοτελή και αγοραία λογική του.

Έτσι, είναι πλέον συχνό το φαινόμενο να βλέπει και να ακούει κανείς αλλοτριωμένους και ανίκανους να σκεφτούν σοβαρά νέους ανθρώπους, θύματα των τραγελαφικών επιπτώσεων της βίας της ευελιξίας, να διακηρύττουν με αυταρέσκεια και παράλογη υπερηφάνεια, ότι εργάζονται σε πολυεθνική εταιρία φημισμένου ονόματος, πράγμα που πιστεύουν ότι τους αποδίδει αναγνώριση και πρεστίζ, θέτοντας δε σε δεύτερη μοίρα ή συνειδητά αποκρύπτοντας το πραγματικό γεγονός της συνήθως εξευτελιστικής αμοιβής τους. Αποκρύπτουν την κατάσταση της μεσαιωνικής δουλείας την οποία βιώνουν δουλεύοντας άπειρες ώρες ημερησίως και αφιερώνοντας την πεπερασμένη ζωή και τη νεότητά τους στα ξένα χέρια της αριστοκρατίας του χρήματος, των κερδοφοριών και της ανεξέλεγκτης οργανωμένης οικονομικής εξουσίας.

Την ίδια στιγμή, η δημόσια συζήτηση στα τηλεοπτικά κανάλια περιστρέφεται επίμονα γύρω από τον εθνικό και παγκόσμιο χορό των δισεκατομμυρίων που κερδίζονται, μεταφέρονται ή τοποθετούνται κατά περίπτωση, τις κεφαλαιοποιήσεις και τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, τις επενδύσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές, τα επιτόκια και τα spreads, τις off shores, τις αγορές κεφαλαίων, τα χρηματιστήρια, το δανεισμό, τις αποδόσεις των παραγώγων και τα CDS. Ουδόλως ή σπανίως ενδιαφέρει ή απασχολεί η βάρβαρη και μεσαιωνική εκμετάλλευση των ανθρώπων της ευέλικτης αγοράς εργασίας, για την ευελιξία της οποίας οι ίδιοι ουδέποτε ρωτήθηκαν, βομβαρδιζόμενοι όμως ανηλεώς με το ιδεολόγημα ότι αυτοί είναι οι «κυρίαρχοι πολίτες», οι εκπρόσωποι της «κοινωνίας των πολιτών» και η πηγή κάθε εξουσίας. Η αλλοτριωτική, μάλιστα, παραπλάνηση συνεχίζεται με την προβολή εκφράσεων ενός πανούργου λόγου που επιχειρεί να πείσει ότι «όλοι είμαστε στο ίδιο καράβι», ότι «όλοι ανήκουμε στο παγκόσμιο χωριό» ή ότι «όλοι είμαστε μέλη της ίδιας οικογένειας».

Στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπου πηγή της κάθε εξουσίας είναι ο «κυρίαρχος και αυτοπροσδιοριζόμενος δια της ψήφου του πολίτης», οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου έχασαν βίαια, σε μικρό χρονικό διάστημα, συνταγματικά δικαιώματα και κατακτήσεις που αποκτήθηκαν με αγώνες δύο αιώνων στο βωμό μιας δήθεν αποφυγής της χρεοκοπίας, που δυστυχώς όμως έχει, όπως φαίνεται, επισυμβεί, παρά τους ευσεβείς πόθους των ευαγγελιστών του νεοφιλελευθερισμού.

Έτσι, από το στάδιο της εικονικής ευημερίας του άκρατου ατομικισμού και της υπέρμετρης κατανάλωσης, ξεπέσαμε στο στάδιο της εικονικής αξιοπρέπειας και της επικοινωνιακής χειραγώγησης μια ανθρωπιστικής κρίσης η οποία μασκαρεύεται με απαράμιλλη μαεστρία και εξωραΐζεται μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές υποκουλτούρας αποπροσανατολιστικού περιεχομένου. Η δε ατελείωτη ντροπή της νεοφιλελεύθερης υποκρισίας στην ευέλικτη και ελαστική αγορά εργασίας συνεχίζεται ανενόχλητη και ιλιγγιώδης, εν μέσω, συχνά, συνταγματικών παραβιάσεων που συνιστούν μεγάλο και συνεχή περιορισμό του κεντρικού πυρήνα της Εθνικής Κυριαρχίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η ανθρώπινη αλλοτρίωση έχει καλλιεργηθεί σε τέτοιο βαθμό που τελικά η αντίληψη της πραγματικότητας να μη στηρίζεται πλέον στην αντικειμενική θεώρησή της, αλλά στις μυθοπλασίες και στις ψευδαισθήσεις που αριστοτεχνικά έχουν λαξευθεί από τις κυρίαρχες ελίτ των αγορών και τις μορφές συμβολικής βίας που αυτές με επιστημονικό τρόπο υιοθετούν και επιβάλλουν. Ο εργασιακός αυτός μεσαίωνας που οι άνθρωποι και κυρίως οι νέοι βιώνουν, δεν ανατρέπεται παρά μόνο με την επανάκτηση της συνείδησης, ότι οι κοινωνίες είναι και πρέπει να είναι υπεράνω των αγορών και των φονταμανταλιστών υποστηρικτών τους.      


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;